- προσπίπτῃ
- προσπί̱πτῃ , προσπίτνωfall uponpres subj mp 2nd sgπροσπί̱πτῃ , προσπίτνωfall uponpres ind mp 2nd sgπροσπί̱πτῃ , προσπίτνωfall uponpres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνάχθομαι — Α 1. θλίβομαι μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον 2. θλίβομαι και εγώ εξαιτίας ενός πράγματος («συνάχθεσθαι δὲ ἤν τι σφάλμα προσπίπτη», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἄχθομαι «στενοχωριέμαι, υποφέρω»] … Dictionary of Greek